- τσουκάνα
- η , τσουκάνι τό1) см. τσιουκάνι; 2) большой колокол (у овец)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσουκάνα — η, Ν το τσουκάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσουκάνι, κατά τα θηλ. σε α (βλ. και τσουκάνι)] … Dictionary of Greek